ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝAΔΡΟΜΗ:
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 323π.χ – 146π.χ
Αποσπάσματα ειδωλολατρικών αφιερωμάτων, πήλινα αγαλματίδια θραύσματα αγγείων και χάλκινα νομίσματα της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου έχουν ανεβρεθεί κατά καιρούς στον Άγιο Θεόδωρο Αγρού και καταμαρτυρούν την κατοίκηση του χωριού από τον 4ο π.χ αιώνα.
Συγκεκριμένα στην περιοχή Βασιλική που σύμφωνα με την παράδοση υπήρχε κατά το παρελθόν αρχαίο βασίλειο, υπάρχει μικρός συνοικισμός που κατοικήθηκε από την Ελληνιστική περίοδο δηλαδή τον 4ο π.χ αιώνα και καταστράφηκε ή εγκαταλείφθηκε κατά την Ρωμαϊκή περίοδο 3ο μ.χ αιώνα.
Σε αμπέλι της περιοχής σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων ανεβρέθηκε μεγάλος αριθμός πήλινων αγαλματιδίων και άλλων αφιερωμάτων αρχαίου ναού καθώς και νομίσματα της εποχής των Πτολεμαίων.
Άλλη μαρτυρία αναφέρει ότι κάπου στην δεκαετία του 1940 ομάδα Ιταλών επισκέφτηκε το χωριό και ζήτησε να μάθει που βρίσκεται η περιοχή Βασιλική. Στη συνέχεια μαζί με κατοίκους μετέβηκαν στην περιοχή όπου με τη βοήθεια αρχαίου χάρτη προσπαθούσαν να εντοπίσουν μια γέρικη συκομουριά (συκιά) κάτω από την οποία σύμφωνα με τις πληροφορίες τους υπήρχε κρυμμένος θησαυρός.
Ωστόσο σχετικά πρόσφατα κατά τη διάρκεια εργασιών εκσκαφέα εντός του χωριού, απέναντι από το σπίτι του μακαριστού δεξιού ψάλτη του χωριού, Κυριάκου Νικολαΐδης και Ευφημίας Νικολαΐδη, ήρθε στο φως αρχαίος λαξευτός τάφος που σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις από λυχνάρια και αγγεία που βρέθηκαν σε αυτόν ανάγεται στον 2ο π.χ αιώνα.
Ακόμα από την περιοχή Παλιάμπελα μέχρι και την περιοχή Αλιμές, απέναντι από το χωριό υπάρχουν θραύσματα αγγείων της Ελληνιστικής περιόδου που πιθανότατα να προέρχονται από αρχαίους τάφους καθότι δεν υπάρχουν κομμάτια από πιθάρια ή κεραμίδια που να ενισχύουν την άποψη ότι εκεί βρισκόταν και ο συνοικισμός.
ΡΩΜΑΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 146π.χ- 330μ.χ
Το 1976 συνεργείο της Α.Η.Κ εργαζόταν έξω από το καφενείο του μακαριστού Βακανά, που βρίσκεται στο κέντρο του χωρίου και με τη βοήθεια κομπρεσέρ προσπαθούσαν να ανοίξουν λάκκο στο βράχο για να τοποθετήσουν ξύλινο πάσσαλο σε αντικατάσταση του παλαιού. Ενώ εργάζονταν το έδαφος υποχώρησε και προς έκπληξή τους αντίκρισαν ένα θολωτό τάφο, ενώ ένα σπασμένο πήλινο αγγείο ξεπρόβαλλε από τα πεσμένα χώματα. Ομάδα του Τμήματος αρχαιοτήτων υπό την επίβλεψη του κυρίου Σ. Χατζησάββα (μετέπειτα Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων), κατέφθασε στο σημείο και ανάσκαψε τον τάφο.
Το τμήμα του τάφου που κατέρρευσε ήταν τελικά ο προθάλαμος ο οποίος ανασκάφηκε με προσοχή ενώ στη συνέχεια οι αρχαιολόγοι προχώρησαν προς στον κυρίως θάλαμο όπου δύο σκελετοί βρίσκονταν ξαπλωμένοι σε λαξευμένους στον βράχο πάγκους ένας δεξιά και ένας αριστερά της εισόδου. Οι αρχαιολόγοι δεν χρειάστηκε να ανασκάψουν τον χώρο της ταφής αφού μόνο μερικά κομματάκια βράχου που έπεσαν από την οροφή υπήρχαν στο πάτωμα. Τα κτερίσματα βρίσκονταν ακόμα ανέπαφα στη θέση τους.
Ένα σπασμένο αγγείο γερμένο στο πάτωμα με το κομμάτι του βράχου που το έσπασε δίπλα του, υπολείμματα ενός λιωμένου ξύλινου δοχείου που περιείχε νομίσματα δίπλα από τον ένα σκελετό, γυάλινα φιαλίδια που γέμισαν με νερό που έσταξε από την οροφή και άλλα τρία νομίσματα δίπλα από τον άλλο σκελετό ήταν μερικά από τα αντικείμενα του ενταφιασμού.
Τα νομίσματα ήταν η ασφαλέστερη πηγή χρονολόγησης του τάφου. Συνολικά ανεβρέθηκαν εφτά νομίσματα, τέσσερα μπρούντζινα και τρία αργυρά. Συγκεκριμένα τα δύο μπρούντζινα κόπηκαν από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο (41-54 μ.χ) και τα άλλα δύο από τον αυτοκράτορα Τραϊανό (97-117μ.χ) . Και τα τέσσερα είναι Κυπριακής κοπής του τύπου ΚΟΙΝΟΝ ΚΥΠΡΙΩΝ. Ένα αργυρό τετράδραχμο σε άριστη κατάσταση κόπηκε από τον αυτοκράτορα Βεσπασιανό και φέρει στη μια όψη την κεφαλή του βασιλιά με στεφάνι ελιάς και στην άλλη όψη τον Ναό της Αφροδίτης στην Πάφο με την επιγραφή ΕΤΟΥC ΝΕΟΥ ΙΕΡΟΥ Η, δηλαδή (76/77 μ.χ) .
Τα άλλα δύο αργυρά νομίσματα ήταν δηνάρια (αργύρια) του αυτοκράτορα Τραϊανού που φέρουν στην μια τους όψη την επιγραφή OPTIMUS τίτλος που αποδόθηκε στον βασιλιά περί το 104 μ.χ . Τα δύο τελευταία αυτά νομίσματα καθόρισαν και την χρονολόγηση του τάφου στα πρώτα χρόνια του 2ου αιώνα μ.χ.
Άλλοι δύο συνοικισμοί πλησίον του χωριού ένας στην περιοχή Πλάτη και ένας στην περιοχή Λινούες χρονολογούνται επίσης στην Ρωμαϊκή περίοδο και τους πρώτους χρόνους της βυζαντινής περιόδου. Θραύσματα αγγείων, πιθάρια, νομίσματα, κοσμήματα, εκκλησιαστικά σκεύη και άλλα αντικείμενα ανεβρέθηκαν κατά καιρούς και στις δυο περιοχές σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων.
Η κατοίκιση του χωριού από την Ελληνιστική περίοδο και η συνέχιση της μέχρι και σήμερα μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η θέση του χωριού εξυπηρετούσε τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων. Το άριστο κλίμα και ο καθαρός αέρας που χαρακτηρίζει την περιοχή λειτούργησαν σαν πνεύμονας και χάρισαν ζωή στο χωριό για σχεδόν 2500 χρόνια.
Κυριάκος Γ. Νικολαΐδης