(Απόσπασμα από την συνέντευξη στο Νίκο Νικολάου –Χατζημιχαήλ για το περιοδικό «η λέξη» που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 36, Ιούλιος, Αύγουστος 1984).
Υπάρχουν τρεις δρόμοι, τους οποίους ακολουθήσατε παράλληλα. Είναι η Ζωγραφική, η Εκπαίδευση και το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης που είναι δικό σας δημιούργημα.
-Σχετικά με το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης θα ήθελα να αναφέρω κάτι που μου συνέβη το 1922 στο Λονδίνο: όταν από το Royal college of Art κατέβηκα στο Victoria and Albert Museum που συνδέεται με το κολλέγιο είδα το τέμπλο της Αχέλειας στην Πάφο και έτριβα τα μάτια μου. Είπα τότε «Γιατί όχι στην Κύπρο;» Με εντυπωσίασε πολύ αυτό το πράγμα. Το 1931 κάναμε μια κίνηση στο Παρθεναγωγείο Φανερωμένης με την Ελένη Χρήστου. Εγώ όταν δίδασκα, ήμουν καλός δάσκαλος, πολύ καλός δάσκαλος· το πήρα σοβαρά το πράγμα και έβαλα τα παιδιά, αντί να κεντούν και να αντιγράφουν από καταλόγους, να κάμνουν τα σχέδια των κεντημάτων τους και έτσι μέσα στην έκθεση του ’50 υπάρχει πληθώρα από τέτοιες εργασίες παιδιών. Έγινε κάτι έκτακτο. Τότε δημιουργήθηκε μια κίνηση, γιατί έμαθα ότι ο Καταλάνος έκανε μεγάλους εράνους για να μαζέψει λεφτά για να στείλει στην Ελλάδα, και οι έρανοι στα χωριά ήταν αυτά τα πράγματα: σεντόνια, κεντήματα, ενδυμασίες, πράγματα άχρηστα διότι άρχισε η αλλαγή ήδη γι αυτούς. Το ίδιο έκανε μετά ο Μακάριος ο Β’ για να αγοράσει αεροπλάνο και μου είπε ότι ένα κιβώτιο με τέτοια είδη είχε μείνει πίσω. Από κει ξεκίνησε η κίνηση για τη Λαϊκή Τέχνη. Τα χρόνια εκείνα άρχισα να πηγαίνω στον Άγιο Θεόδωρο. Τότε γνώρισα τα χωριά της Κύπρου- τα ορεινά χωριά ήταν η πηγή, η βάση για μένα. Τα πρώτα μου σχέδια που έκαμα εκεί γύρω στα 1931-1933 ήταν με πολύ σκληρό μολύβι.
-Τότε λέτε ότι σας αποκαλύφθηκε η Κύπρος;
-Ναι, εγώ δεν ενδιαφερόμουν για τις κινήσεις ζωγραφικής· τα ήξερα αυτά∙ τα είχα μελετήσει στην Αγγλία, με είχαν επηρεάσει πολύ οι επρεσιονιστές, όταν όμως ήρθα στην Κύπρο κατάλαβα ότι άλλο πράγμα είναι οι σχολές και άλλο πράγμα ο κόσμος. Ο Άγιος Θεόδωρος μου αποκάλυψε την Κύπρο, από κει έτρεξα στα χωριά κάτω, έφαγα την Κύπρο με τα πόδια, τους ποταμούς, τα βουνά· ήταν η αποκάλυψη.
-Δηλαδή πριν το 1931 ήσασταν στραμμένος προς την Ευρώπη, την Αγγλία;
-Επληροφορούμουν, αλλά όταν σχεδίαζα, σχεδίαζα Κύπρο, πάντα Κύπρο- έτσι δεν είπα εγώ ποτέ πως ανήκω σε μια Σχολή, αλλά ανήκω στον Τόπο αυτό.
-Ίσως εσείς, ο Κάνθος, ο Γεωργίου έχετε καταγράψει έναν κόσμο τής Κύπρου που πάει να σβήσει.
–Από τότε ένιωθα τον κόσμο αυτό να φεύγει.
-Υπήρχαν άνθρωποι να σας ενθαρρύνουν τότε;
-Α, ούτε ενδιαφερόμουν, απόδειξη ότι δεν εξέθεσα ποτέ μου. Εξέθετα καμιά φορά όταν με πίεζαν για να μην προσβάλω. Ο Gunnis ρώταγε τότε: “why is he so anti-british?” Δεν ξέρω, αλλά κρατούσα μια απόσταση -όχι από πατριωτισμό, έτσι. Ο Πορφύριος Δίκαιος με βοήθησε πολύ γιατί είχε αυτοκίνητο και κάθε Κυριακή γυρίζαμε την Κύπρο. Όλα τα χρόνια αυτά μάζευα σχέδια για τον «Κόσμο της Κύπρου».
-Ένα σημαντικό μέρος της δουλειάς σας είναι οι «Αγωνίες». Έρχεται σε σύγκρουση όμως αυτή η κινητικότητα που υπάρχει στις «Αγωνίες» με τη στατικότητα, την ακινησία που υπάρχει στο άλλο έργο σας, στον «Κόσμο τής Κύπρου». Πώς εξηγείτε αυτή την αντίθεση;
–Είναι η σταθερότητα του κόσμου που χάλασε. Έχει μίαν παράδοξον αρχή η σειρά αυτή. Από τον Άγιο Θεόδωρο είδα όλη τη σταθερότητα, κάτι το μνημειώδες. Νομίζεις ότι είναι σαν αρχαίο πράγμα. Οι κινήσεις είναι αδρές, το χέρι, το πόδι, κινούνται αλλιώς- η κίνηση επέβαλλε κάποια ταχύτητα με τις ποδίνες που φορούσαν και κατέβαιναν από το βουνό -ήταν κίνηση αλλά άλλο πράγμα απ’ αυτό που βλέπει ένας στην πόλη. Τον πρώτο χρόνο που πήγαμε στον Άγιο Θεόδωρο κατοικούσαμε στο σχολείο που είναι το ψηλότερο μέρος του χωριού κι από κει ξεκινούσε το βουνό. Απ’ εκεί οι χωριανοί, οι γυναίκες κυρίως που γύριζαν από το βουνό με τις κατσίκες και τα μωρά τους, βρήκαν ένα μονοπάτι και για συντομία κατέβαιναν από τον πάνω στον κάτω δρόμο από το μονοπάτι, εξαπολούσαν τα πόδια τους και έτρεχαν. Εγώ το έβλεπα αυτό, αλλά πού να πιάσω τέτοιο πράγμα; Αυτή τη στασιμότητα την είχα εξαντλήσει στον «Κόσμο της Κύπρου». Τότε σκέφτηκα να αρχίσω τις «Αγωνίες». Θέλησα να αποδώσω την κίνηση αυτή, την ορμή, ήταν αγωνία αυτή η κίνηση, να κατεβαίνει μια γυναίκα από το βουνό με ένα παιδί στο χέρι, την κατσίκα πίσω της. Ξεκινημένες σε μια ήρεμη εποχή, εκπροσωπούσαν και μια ταραχώδη εποχή που ήρθε μετά.
-Η πρώτη «Αγωνία» είναι του 1963.
-Ναί από τότε, από το 63 η ταραχή αυτή ήταν μέσα μου αλλά το ΄63 ήταν ήδη καταστροφή στην Κύπρο, μας έκοψαν οι Τούρκοι· δεν θέλησα να ακούω τα σοβινιστικά παραμύθια αλλά να δω το θέμα πλατειά, και το έδειξα με την αγωνία των γυναικών που κατέβαιναν από το βουνό -από τότε μέχρι τώρα η πραγματικότητα στην οποία ζούμε είναι αγωνία, έχει γίνει βίωμα μας η αγωνία.
-Η πρώτη «Αγωνία» σας, κάηκε στο πραξικόπημα στο Προεδρικό Μέγαρο.
-Ίσως κάποτε να έχω κουράγιο να την ξανακάνω.)
Αδαμάντιου Διαμαντή, Αγωνία Ι, 1963, κάηκε το 1974 κατά το πραξικόπημα εναντίον του προέδρου Μακαρίου